Greek Meaning of adamantly

αμετάκλητα

Other Greek words related to αμετάκλητα

Definitions and Meaning of adamantly in English

Wordnet

adamantly (r)

inflexibly; unshakably

FAQs About the word adamantly

αμετάκλητα

inflexibly; unshakably

σκληρυμένο,σταθερός,πεισματάρης,αδαμάντινος,πεισματάρης,αποφασισμένος,επίμονος,σκληρός,πεισματάρης,σκληροτράχηλος

Αποδεκτός,συγκαταβατικός,ευχάριστος,Επιδεκτικός,συμβατός,υπάκουος,ευέλικτος,υπάκουος,εύκαμπτος, εύπλαστος,εύκαμπτος, εύπλαστος

adamantine => αδαμάντινος, adamantean => ανένδοτος, adamant => αμετάπειστος, adam-and-eve => Αδάμ και Εύα, adamance => αδιαλλαξία,