Greek Meaning of persuadable

πειστικός

Other Greek words related to πειστικός

Definitions and Meaning of persuadable in English

Wordnet

persuadable (s)

being susceptible to persuasion

Webster

persuadable (a.)

That may be persuaded.

FAQs About the word persuadable

πειστικός

being susceptible to persuasionThat may be persuaded.

παιδαριώδης,γνήσιος,αθώος, ανυποψίαστος, ανυποψίαστος,Εύπιστος,επηρεάσιμος, -η, -ο,άπειρος,λειαντός,αφελης,πραγματικός,ειλικρινής

κριτική,κυνικός,αναίσθητος,καχύποπτος,σκεπτικός,εκλεπτυσμένος,ύποπτος,επιφυλακτικός,πληγμένος,υποθέτοντας

perstringe => μαστιγώνω, perstreperous => Θορυβώδης, perspiring => ιδρωμένος, perspirer => ιδρώνω, perspired => εφίδρωνε,