Greek Meaning of immovableness
ακινησία
Other Greek words related to ακινησία
- μπόζο
- ανυπακοή
- ανυπακοή
- Ακινησία
- Απείθεια
- δυσκολία
- θόρυβος
- ανταρσία
- απειθαρχία
- δυσπραγία, αντίσταση
- ανθυγία
- αναρχία
- κακοτροπία
- αδιαλλαξία
- αντίθεση
- πεισματικότητα
- πρόκληση
- σκληρότητα
- στενοκεφαλιά
- επιμονή
- επιμονή
- αποφασίζω
- ακαμψία
- ακαμψία
- σταθερότητα
- αυστηρότητα
- αυστηρότητα
- επιμονή, εμμονή
- αιμοδιψία
- κακομοιριά
- πεισματικότητα
- Αποφασιστικότητα
- επιμονή
- Στερεότητα
- αμείλικτη συμπεριφορά
- αναπόφευκτο
- Ακαμψία
- αδιαλλαξία
- κακοήθεια
- πεισματικότητα
- πείσμα
- Επιμονή
- επιμονή
- επιμονή
- διαστροφή
- διαστροφή
- Πεισματικότητα
- αλύπητη επιμονή
- Αυστηρότητα
- αυστηρότητα
- Αυτοθέληση
- στενόμυαλοτητα
- Εμμονή
- επιμονή
- εμμονή
- πείσμα
- πεισματικότητα
- Ύβρις
- γνώμη
- επιμονή
- Εγωισμός
- επιμονή
- παραξενιά
- πείσμα
Nearest Words of immovableness
Definitions and Meaning of immovableness in English
immovableness (n)
not capable of being moved or rearranged
immovableness (n.)
Quality of being immovable.
FAQs About the word immovableness
ακινησία
not capable of being moved or rearrangedQuality of being immovable.
μπόζο,ανυπακοή,ανυπακοή,Ακινησία,Απείθεια,δυσκολία,θόρυβος,ανταρσία,απειθαρχία,δυσπραγία, αντίσταση
αποδοχή,αποδοχή,συμμόρφωση,ευελιξία,λογικότητα,δεκτικότητα,δεκτικότητα,υπαγωγή,λογικότητα,ανεκτικότητα
immovable bandage => Ακινητοποιητικός επίδεσμος, immovable => ακίνητος, immovability => Ακινησία, immould => immould, immotility => ακινησία,