FAQs About the word immovably

αμετακίνητα

so as to be incapable of movingIn an immovable manner.

ακίνητα,ήσυχος,ήσυχα,ακόμα,ανενεργά

κινητό

immovableness => ακινησία, immovable bandage => Ακινητοποιητικός επίδεσμος, immovable => ακίνητος, immovability => Ακινησία, immould => immould,