Greek Meaning of immovably
αμετακίνητα
Other Greek words related to αμετακίνητα
Nearest Words of immovably
- immoveable => ακίνητος
- immund => ακάθαρτος
- immundicity => ακαθαρσία
- immune => άνοσος
- immune carrier => Ανοσοφορέας
- immune gamma globulin => Ανοσοσφαιρίνη γάμμα
- immune globulin => Ανοσοσφαιρίνη
- immune reaction => ανοσολογική απάντηση
- immune response => ανοσοαπόκριση
- immune serum globulin => Ανοσοσφαιρίνες ορού
Definitions and Meaning of immovably in English
immovably (r)
so as to be incapable of moving
immovably (adv.)
In an immovable manner.
FAQs About the word immovably
αμετακίνητα
so as to be incapable of movingIn an immovable manner.
ακίνητα,ήσυχος,ήσυχα,ακόμα,ανενεργά
κινητό
immovableness => ακινησία, immovable bandage => Ακινητοποιητικός επίδεσμος, immovable => ακίνητος, immovability => Ακινησία, immould => immould,