Greek Meaning of self-sustaining

αυτοσυντήρηση

Other Greek words related to αυτοσυντήρηση

Definitions and Meaning of self-sustaining in English

Wordnet

self-sustaining (s)

able to provide for your own needs without help from others

FAQs About the word self-sustaining

αυτοσυντήρηση

able to provide for your own needs without help from others

ανεξάρτητος,αυτόνομος,δωρεάν,ισχυρός,αυτόνομος,ανεξάρτητος,αυτάρκης,αυτάρκεια,αυτάρκης,αυτοσυντήρητος

εξαρτημένος,ανήμπορος,ανεπαρκής,ανίκανος,Ανεπαρκής,εξαρτημένος,Αδύναμος,ανίκανος

self-sustained => αυτοσυντηρούμενος, self-suspicious => καχύποπτος προς τον εαυτό του, self-suspended => αυτο-ανασταλείς, self-supporting => αυτάρκης, self-suggestion => Αυτοπροβολή,