Greek Meaning of priest
παπάς
Other Greek words related to παπάς
- επίσκοπος
- κληρικός
- κληρικός
- κληρικαλικός
- διάκονος
- υπουργός
- Ποιμένας
- ιεροκήρυκας / ιεροκήρυκας
- σεβαστός
- αρχιεπίσκοπος
- Θεολόγος
- Κληρικός
- υπάλληλος
- θείος
- εκκλησιαστικός
- πατέρας
- ιεραπόστολος
- μοναχός
- Πάπας
- ιεράρχης
- Ιέρεια
- Κληρικός
- ηγούμενος
- ηγούμενος
- αρχιερέας
- εξομολόγος
- επιμελείσθαι
- θεραπεία
- διακόνισσα
- κοσμήτορας
- περιοχής επίσκοπου
- Ευαγγελιστής
- μοναχός
- Άγιος Ιωσήφ
- ζητιάνος
- ιεραπόστολος
- μοναστικός
- αρχιεπίσκοπος
- Ομπλιάτα
- Παπάς
- ιερέας
- Πρεσβύτερος
- πρύτανης
- θρησκευτικός
- Αναζωογονητής
- Ποιμένας
- πιλότος ουρανού
- Ιερέας
- Κληρικός
- αρχιιέρεια
Nearest Words of priest
- prie-dieu => αναλόγιο
- pride-of-india => υπερηφάνεια της Ινδίας
- pridefulness => υπερηφάνεια
- prideful => υπερήφανος
- pride oneself => Είμαι περήφανος για τον εαυτό μου
- pride of place => τιμητική θέση
- pride of california => υπερηφάνεια της Καλιφόρνιας
- pride of bolivia => υπερηφάνεια της Βολιβίας
- pride of barbados => η υπερηφάνεια των Μπαρμπέιντος
- pride => υπερηφάνια
Definitions and Meaning of priest in English
priest (n)
a clergyman in Christian churches who has the authority to perform or administer various religious rites; one of the Holy Orders
a person who performs religious duties and ceremonies in a non-Christian religion
FAQs About the word priest
παπάς
a clergyman in Christian churches who has the authority to perform or administer various religious rites; one of the Holy Orders, a person who performs religiou
επίσκοπος,κληρικός,κληρικός,κληρικαλικός,διάκονος,υπουργός,Ποιμένας,ιεροκήρυκας / ιεροκήρυκας,σεβαστός,αρχιεπίσκοπος
Λαϊκός,Άσχετος,κοσμικός,λαϊκός αναγνώστης,αναγνώστης
prie-dieu => αναλόγιο, pride-of-india => υπερηφάνεια της Ινδίας, pridefulness => υπερηφάνεια, prideful => υπερήφανος, pride oneself => Είμαι περήφανος για τον εαυτό μου,