Greek Meaning of imparted
μεταδίδω
Other Greek words related to μεταδίδω
Nearest Words of imparted
Definitions and Meaning of imparted in English
imparted (imp. & p. p.)
of Impart
FAQs About the word imparted
μεταδίδω
of Impart
μεταφέρθηκε,έδωσε,διαδίδω,μεταδιδόμενο,επικοινώνησε,πραγματοποιήθηκε,παραδόθηκε,διαδεδομένος,μεταδιδόμενο,μεταφερμένο
πιάστηκε,συμφωνημένο,(άρρωστησε (από))
impartation => Διδασκαλία, impartance => σημασία, impart => παρέχει, imparsonee => δικαιούχος παραδόσεως, imparlance => εμπόδιο,