FAQs About the word came down (with)

(άρρωστησε (από))

to begin to have or suffer from (an illness)

πιάστηκε,συμφωνημένο,πήρα,υπέκυψε (σε),πήρε,απέτυχε,σπαταλημένος,εξασθενημένος,μαραμένος,επιδεινώθηκε

επέστρεψε,κέρδισε,γιατρεύτηκε,ανακτηθεί,επισκευασμένο,στράφηκε πίσω,συγκεντρωμένοι,ανάρρωσε,επανήλθε,ανακτημένος

came down => κατέβηκε, came clean (about) => ομολόγησε (για), came by => ήρθε, came back => επέστρεψε, came around => ήρθε γύρω,