FAQs About the word impartment

παραχώρηση

The act of imparting, or that which is imparted, communicated, or disclosed.

μεταδίδω,δίνω,διαδίδω,μεταδίδω,επικοινωνώ,συμπεριφορά,παραδίδω,Διαδίδω,διαδώ,μεταφορά

aρπάζω,Κατεβαίνω (με),Σύμβαση

imparting => imparting, impartible => Αδιαίρετος, impartibility => Αδιαίρετοσύνη, impartialness => αμεροληψία, impartially => αμερόληπτα,