Greek Meaning of diffused

διάχυτος

Other Greek words related to διάχυτος

Definitions and Meaning of diffused in English

Wordnet

diffused (s)

(of light rays) subjected to scattering by reflection from a rough surface or transmission through a translucent material

Wordnet

diffused (a)

(of light) transmitted from a broad light source or reflected

Webster

diffused (imp. & p. p.)

of Diffuse

Webster

diffused (a.)

Spread abroad; dispersed; loose; flowing; diffuse.

FAQs About the word diffused

διάχυτος

(of light rays) subjected to scattering by reflection from a rough surface or transmission through a translucent material, (of light) transmitted from a broad l

κλαδισμένος,διαλυμένος,διασκορπισμένος,διασκορπισμένος,ακτινοβολημένος,παράγωγο,διαφοροποιήθηκε,διαιρεμένος,ανεμιστήρας (έξω),διχαλωτό

πλησίασε,συμπυκνωμένος,συγκλίνουσας,εστιασμένος,εστιασμένος,συνάντησε,επικεντρωμένο (σε),συγκεντρωμένος,έκλεισε (πάνω σε),συνδεδεμένος

diffuse nebula => Διάχυτο νεφέλωμα, diffusate => διάχυτος, diffranchisement => στέρηση δικαιωμάτων, diffranchise => στερεί από τα εκλογικά δικαιώματα, diffractive => διαθλαστικός,