Greek Meaning of derived

παράγωγο

Other Greek words related to παράγωγο

Definitions and Meaning of derived in English

Wordnet

derived (a)

formed or developed from something else; not original

Webster

derived (imp. & p. p.)

of Derive

FAQs About the word derived

παράγωγο

formed or developed from something else; not originalof Derive

κατέληξε,αποφάσισε,συναγόμενο,εξαγόμενο,καταλαβαίνω,διαπιστώθηκε,υποθετικός,συλλεγμένοι,μαντεμένο,καταδικασμένος

No antonyms found.

derive => παράγω, derivative instrument => Παράγωγο, derivative => παράγωγος, derivational morphology => Μορφολογία παραγωγής, derivational => παράγωγος,