Greek Meaning of centered (on)

επικεντρωμένο (σε)

Other Greek words related to επικεντρωμένο (σε)

Definitions and Meaning of centered (on) in English

centered (on)

No definition found for this word.

FAQs About the word centered (on)

επικεντρωμένο (σε)

συγκεντρωμένος,έκλεισε (πάνω σε),πλησίασε,συνδεδεμένος,συζευγμένο,προσχώρησε,συνδεδεμένος,πλησίαζε,συμπυκνωμένος,συγκλίνουσας

κλαδισμένος,διασκορπισμένος,ανεμιστήρας (έξω),ακτινοβολημένος,διάχυτος,διαλυμένος,διασκορπισμένος,στελεχωμένος,διχαλωτό,λαμπερός

center (on) => εστιάζω (σε), censuses => απογραφές, censures => λογοκρίνει, censurers => Λογοκριτές, cements => Τσιμέντα,