Greek Meaning of centered (on)
επικεντρωμένο (σε)
Other Greek words related to επικεντρωμένο (σε)
Nearest Words of centered (on)
- centering (on) => εστίαση (σε)
- centerpieces => Τα κεντρικά διακοσμητικά του τραπεζιού
- centers => κέντρα
- central cities => Κεντρικές πόλεις
- centrals => κέντρα
- ceremonials => τελετές
- certifiably => αποδεδειγμένα
- certificates => πιστοποιητικά
- certifications => πιστοποιήσεις
- certified mail => Εγγεγραμμένη αλληλογραφία
Definitions and Meaning of centered (on) in English
centered (on)
No definition found for this word.
FAQs About the word centered (on)
επικεντρωμένο (σε)
συγκεντρωμένος,έκλεισε (πάνω σε),πλησίασε,συνδεδεμένος,συζευγμένο,προσχώρησε,συνδεδεμένος,πλησίαζε,συμπυκνωμένος,συγκλίνουσας
κλαδισμένος,διασκορπισμένος,ανεμιστήρας (έξω),ακτινοβολημένος,διάχυτος,διαλυμένος,διασκορπισμένος,στελεχωμένος,διχαλωτό,λαμπερός
center (on) => εστιάζω (σε), censuses => απογραφές, censures => λογοκρίνει, censurers => Λογοκριτές, cements => Τσιμέντα,