Greek Meaning of certifiably

αποδεδειγμένα

Other Greek words related to αποδεδειγμένα

Definitions and Meaning of certifiably in English

certifiably

genuine, authentic, capable of being certified, marked by thought or action that lacks reason

FAQs About the word certifiably

αποδεδειγμένα

genuine, authentic, capable of being certified, marked by thought or action that lacks reason

στην πραγματικότητα,πραγματικά,πραγματικά,πολύ,σχεδόν,αυθεντικά,πραγματικά,στην πραγματικότητα,στην αλήθεια,μόνο

φαινομενικά,υποτίθεται,φαινομενικά,εξωτερικά,δήθεν,φαινομενικά,πιθανά

ceremonials => τελετές, centrals => κέντρα, central cities => Κεντρικές πόλεις, centers => κέντρα, centerpieces => Τα κεντρικά διακοσμητικά του τραπεζιού,