Greek Meaning of authentically

αυθεντικά

Other Greek words related to αυθεντικά

Definitions and Meaning of authentically in English

Wordnet

authentically (r)

genuinely; with authority

Webster

authentically (adv.)

In an authentic manner; with the requisite or genuine authority.

FAQs About the word authentically

αυθεντικά

genuinely; with authorityIn an authentic manner; with the requisite or genuine authority.

στην πραγματικότητα,πραγματικά,πραγματικά,πραγματικά,πολύ,ακριβώς,σχεδόν,αποδεδειγμένα,ακριβώς,στην πραγματικότητα

φαινομενικά,υποτίθεται,φαινομενικά,εξωτερικά,δήθεν,φαινομενικά,πιθανά

authentical => αυθεντικός, authentic => αυθεντικός, auteur => Συγγραφέας, autarky => αυταρχία, autarkical => αυτάρκης,