Greek Meaning of certitudes
βεβαιότητες
Other Greek words related to βεβαιότητες
Nearest Words of certitudes
- certifies => βεβαιώνει
- certified mail => Εγγεγραμμένη αλληλογραφία
- certifications => πιστοποιήσεις
- certificates => πιστοποιητικά
- certifiably => αποδεδειγμένα
- ceremonials => τελετές
- centrals => κέντρα
- central cities => Κεντρικές πόλεις
- centers => κέντρα
- centerpieces => Τα κεντρικά διακοσμητικά του τραπεζιού
Definitions and Meaning of certitudes in English
certitudes
something that is certain, the state of being or feeling certain, certainty, certainty of act or event
FAQs About the word certitudes
βεβαιότητες
something that is certain, the state of being or feeling certain, certainty, certainty of act or event
διαβεβαίωση,βεβαιότητα,εμπιστοσύνη,πεποίθηση,βεβαιότητα,αυτοπεποίθηση,θετικότητα,ικανοποίηση,Σιγουριά,εγγύηση
αμφιβολία,δισταγμός,αβεβαιότητα,άγχος,ανησυχία,απιστία,δισταγμός,αβεβαιότητα,απιστία,αναποφασιστικότητα
certifies => βεβαιώνει, certified mail => Εγγεγραμμένη αλληλογραφία, certifications => πιστοποιήσεις, certificates => πιστοποιητικά, certifiably => αποδεδειγμένα,