Greek Meaning of cessations
παύσεις
Other Greek words related to παύσεις
Nearest Words of cessations
Definitions and Meaning of cessations in English
cessations
a temporary or final ceasing (as of action), a stopping of action
FAQs About the word cessations
παύσεις
a temporary or final ceasing (as of action), a stopping of action
σταματά,κλείνει,κλεισίματα,συμπεράσματα,διακοπές,τελειώματα,τέλη,σταματά,κλεισίματα,Συλλήψεις
συνέχειες,επεκτάσεις
cesarean sections => καισαρικές τομές, certitudes => βεβαιότητες, certifies => βεβαιώνει, certified mail => Εγγεγραμμένη αλληλογραφία, certifications => πιστοποιήσεις,