Greek Meaning of stemmed

στελεχωμένος

Other Greek words related to στελεχωμένος

Definitions and Meaning of stemmed in English

Wordnet

stemmed (a)

having a stem or stems or having a stem as specified; often used in combination

(of plants) producing a well-developed stem above ground

Wordnet

stemmed (s)

having the stem removed

FAQs About the word stemmed

στελεχωμένος

having a stem or stems or having a stem as specified; often used in combination, (of plants) producing a well-developed stem above ground, having the stem remov

κατέληξε,καθυστερημένος,τελείωσε,διακοπεί,παρεμποδισμένος,παρεμποδισμένο,σταμάτησε,έκτρωση,αποκλεισμένος,αποκλεισμένο

συνέχεια,συνέχισε,προηγμένος,διατηρήθηκε,αναδευμένος,προχώρησε,προχωρημένος,ώθηθηκε,έτρεξε σε,ενεργοποιημένος

stemmatology => Στεμματολογία, stemmatics => Στεμματικά, stemmatic => στέλεχος, stemma => οικόσημο, stemless hymenoxys => Χιμενόξυλο το άμισχο,