Greek Meaning of stemmed
στελεχωμένος
Other Greek words related to στελεχωμένος
- κατέληξε
- καθυστερημένος
- τελείωσε
- διακοπεί
- παρεμποδισμένος
- παρεμποδισμένο
- σταμάτησε
- έκτρωση
- αποκλεισμένος
- αποκλεισμένο
- Χρεοκοπημενος
- κονσέρβα
- Έπαψε
- ολοκληρωμένο
- αποκόβω
- κόβω
- φράχθηκε
- κρατημένος
- διακοπή
- έπεσε
- τελειωμένος
- πραγματοποιήθηκε
- εμπόδισαν
- άφησε
- απενεργοποιώ
- πλακωμένος
- καχεκτικός
- καταπιεσμένη
- Αναστολή
- έσπασε
- Χώρισαν
- ανασταλμένος
- τερματίστηκε
- απολύω
- αριστερά
- γεμάτο (σε συσκευασία)
- σφραγισμένη
- σταμάτησε
- καταργήθηκε
- ακυρώθηκε
- συλληφθείς
- ονομαζόμενος
- επιλεγμένο
- κατεδαφισμένο
- κατεστραμμένος
- διαλυμένος
- σκότωσα
- σε παύση
- παραιτούμαι
- κατεστραμμένος
- βυθισμένο
- υποταγμένος
- φρενάρισμα
- σφιγμένο
- κλειστό (κάτω)
- απενεργοποιημένο
- αποφασίζω (από)
- παραιτήθηκε
- Καταρρίφθηκε
- ελεγχόμενος
- σβήνει
- σταματημένος
- έμεινε
- γύρισε πίσω
Nearest Words of stemmed
- stemmatology => Στεμματολογία
- stemmatics => Στεμματικά
- stemmatic => στέλεχος
- stemma => οικόσημο
- stemless hymenoxys => Χιμενόξυλο το άμισχο
- stemless golden weed => Χρυσόβεργα χωρίς μίσχο
- stemless daisy => Αγελαστινό χαμομήλι
- stemless carline thistle => Ακανθόκλημα άμισχον
- stemless => άμισχος
- stem-from => προέρχομαι από
Definitions and Meaning of stemmed in English
stemmed (a)
having a stem or stems or having a stem as specified; often used in combination
(of plants) producing a well-developed stem above ground
stemmed (s)
having the stem removed
FAQs About the word stemmed
στελεχωμένος
having a stem or stems or having a stem as specified; often used in combination, (of plants) producing a well-developed stem above ground, having the stem remov
κατέληξε,καθυστερημένος,τελείωσε,διακοπεί,παρεμποδισμένος,παρεμποδισμένο,σταμάτησε,έκτρωση,αποκλεισμένος,αποκλεισμένο
συνέχεια,συνέχισε,προηγμένος,διατηρήθηκε,αναδευμένος,προχώρησε,προχωρημένος,ώθηθηκε,έτρεξε σε,ενεργοποιημένος
stemmatology => Στεμματολογία, stemmatics => Στεμματικά, stemmatic => στέλεχος, stemma => οικόσημο, stemless hymenoxys => Χιμενόξυλο το άμισχο,