Greek Meaning of stanched
σταματημένος
Other Greek words related to σταματημένος
- διακοπή
- τελείωσε
- παρεμποδισμένο
- καταπιεσμένος
- πλακωμένος
- υποταγμένος
- στελεχωμένος
- καχεκτικός
- καταπιεσμένη
- Αναστολή
- ελεγχόμενος
- γύρισε πίσω
- μπερδεμένος
- σταμάτησε
- αποκλεισμένος
- αποκλεισμένο
- ονομαζόμενος
- βουλωμένο
- κατέληξε
- αποκόβω
- φράχθηκε
- κρατημένος
- διακοπεί
- παρεμποδισμένος
- εμπόδισαν
- σταμάτησε
- λήξη
- χλιβιασμένος
- σβησμένος
- ησυχασμένο
- συλληφθείς
- πιάστηκε
- επιλεγμένο
- πραγματοποιήθηκε
- Στενόχωρο
- μεγαλωμένη
- συνέταξε
- ανασταλμένος
- κρατημένος
- έμεινε
Nearest Words of stanched
Definitions and Meaning of stanched in English
stanched
to check or stop the flowing of, to stop in its course, steadfast in loyalty or principle, to make watertight, watertight, sound, to stop the flow of, allay, extinguish, strongly built, to stop the flow of blood from (a wound), to stop the flow of blood from, to stop or check in its course
FAQs About the word stanched
σταματημένος
to check or stop the flowing of, to stop in its course, steadfast in loyalty or principle, to make watertight, watertight, sound, to stop the flow of, allay, ex
διακοπή,τελείωσε,παρεμποδισμένο,καταπιεσμένος,πλακωμένος,υποταγμένος,στελεχωμένος,καχεκτικός,καταπιεσμένη,Αναστολή
συνέχεια,επέμενε,συνέχισε,διατηρούμενο (στο),προηγμένος,Κόμιστρο,ωθούμενος,διατηρήθηκε,πορευμένος,μετακινηθήκαμε
stances => Στάσεις, stamps (out) => Σφραγίζω, stamps => γραμματόσημα, stamping (out) => Σφράγιση (έξω), stamping => σφράγιση,