Greek Meaning of impelled
ωθούμενος
Other Greek words related to ωθούμενος
- ενεργοποιημένο
- ενεργοποιημένος
- οδήγησε
- μετακινηθήκαμε
- ώθηθηκε
- σφυρηλατημένο
- παρακινημένος
- προκάλεσε
- διεγερμένος
- ενεργοποιημένο
- εργάστηκε
- υποκινήθηκε
- διεγερμένος
- ενθουσιασμένος
- ζυμωμένο
- ενθουσιασμένος
- υποκινηθεί
- γαλβανισμένο
- παρακίνησε
- φλεγμονώδης
- εμπνεόμενος
- υποκίνησε
- ανυψωμένο
- διεγερμένος
- ξεκινώ
- αναδευμένο (πάνω)
- σκόνταψε
- χτυπημένος
Nearest Words of impelled
Definitions and Meaning of impelled in English
impelled (s)
urged or forced to action through moral pressure
impelled (imp. & p. p.)
of Impel
FAQs About the word impelled
ωθούμενος
urged or forced to action through moral pressureof Impel
ενεργοποιημένο,ενεργοποιημένος,οδήγησε,μετακινηθήκαμε,ώθηθηκε,σφυρηλατημένο,παρακινημένος,προκάλεσε,διεγερμένος,ενεργοποιημένο
επιλεγμένο,περιορισμένος,περιεχομενη,ελεγχόμενος,ανασταλμένος,ρυθμιζόμενο,συγκρατημένος,χαλιναγωγημένος,συγκρατημένος,ελεγχόμενος
impel => παρορμώ, impeditive => Εμποδιστικός, impedition => εμπόδιο, impedite => εμποδίζω, impeding => εμποδίζοντας,