Greek Meaning of brought up
μεγαλωμένη
Other Greek words related to μεγαλωμένη
- ενθαρρυνόμενος
- ανυψωμένο
- παρακολούθησε
- εκτρεφόμενος
- Καλλιεργούμενος
- μορφωμένος
- εκμεταλλευμένος
- θρεμμένος
- θηλάζει
- περιποιημένος
- προαγόμενος
- παρέχεται (για)
- εκτραφεί
- δίδαξε
- κοίταζε
- προηγμένος
- φρόντιζε (για)
- Σκηνοθετημένο
- με αυτοπειθαρχία
- διαφωτισμένος
- πατέρας
- προωθημένο
- προώθησε
- καθοδηγούμενος
- διδαγμένος
- εκπαιδευμένος
- οδήγησε
- με καθοδήγηση
- νους
- διακόνησε [ðiakónise]
- Ήταν μητέρα
- προετοιμασμένος
- εκπαιδευμένος
- έδειξε
- δοθείς
- εκπαιδευμένος
- διδαγμένος
Nearest Words of brought up
Definitions and Meaning of brought up in English
brought up
to bring to attention, to cause (something, such as a file or picture) to appear on a computer screen, to bring (a person) to maturity through nurturing care and education, to bring to maturity through care and education, to cause to stop suddenly, vomit, to stop suddenly
FAQs About the word brought up
μεγαλωμένη
to bring to attention, to cause (something, such as a file or picture) to appear on a computer screen, to bring (a person) to maturity through nurturing care an
ενθαρρυνόμενος ,ανυψωμένο,παρακολούθησε,εκτρεφόμενος,Καλλιεργούμενος,μορφωμένος,εκμεταλλευμένος,θρεμμένος,θηλάζει,περιποιημένος
κακοποιημένος,κακοποιημένος,κακομεταχειρισμένο,κακοποιημένος,παραμελημένος,βλάβη,πόνος,Κακοποιημένος,κακομεταχειρισμένοι,τραυματισμένος
brought to light => φέρει στο φως, brought to bear => έφερε να φέρει, brought to account => έφερε στο λογαριασμό, brought out => έφερε έξω, brought on => έφερε μαζί του,