Greek Meaning of left off
αριστερά
Other Greek words related to αριστερά
- Έπαψε
- αποκόβω
- κόβω
- τελείωσε
- διακοπεί
- παραιτούμαι
- άφησε
- απενεργοποιώ
- σταμάτησε
- έσπασε
- απολύω
- γεμάτο (σε συσκευασία)
- Χρεοκοπημενος
- κονσέρβα
- ολοκληρωμένο
- κατέληξε
- καθυστερημένος
- διακοπή
- έπεσε
- τελειωμένος
- Αναστολή
- Χώρισαν
- κλειστό (κάτω)
- αποφασίζω (από)
- παραιτήθηκε
- είχε τελειώσει με
- Καταρρίφθηκε
- βάζω τέλος σε
- καταργήθηκε
- έκτρωση
- συλληφθείς
- αποκλεισμένος
- αποκλεισμένο
- ονομαζόμενος
- επιλεγμένο
- φράχθηκε
- κατεδαφισμένο
- κατεστραμμένος
- κρατημένος
- διαλυμένος
- πραγματοποιήθηκε
- παρεμποδισμένος
- παρεμποδισμένο
- σκότωσα
- εμπόδισαν
- σε παύση
- κατεστραμμένος
- βυθισμένο
- πλακωμένος
- υποταγμένος
- στελεχωμένος
- καχεκτικός
- καταπιεσμένη
- φρενάρισμα
- σφιγμένο
- απενεργοποιημένο
- ανασταλμένος
- ελεγχόμενος
- σφραγισμένη
- έμεινε
- γύρισε πίσω
Nearest Words of left off
- left (out) => αριστερά (έξω)
- leewards => κατωθέα
- leers => βλέμματα
- leering (at) => αγριοκοιτάζω
- leered (at) => κοίταζε με κακία
- leer (at) => κοιτάζω επίμονα
- leeches => Βδέλλες
- ledgers => καθολικά
- led one up the garden path => έβαλε κάποιον να τρέξει κυνήγι
- led one down the garden path => παραπλανώ κάποιον να κάνει κάτι
Definitions and Meaning of left off in English
left off (a.)
Laid aside; cast-off.
left off
stop entry 1 sense 7a, cease, stop, cease
FAQs About the word left off
αριστερά
Laid aside; cast-off.stop entry 1 sense 7a, cease, stop, cease
Έπαψε,αποκόβω,κόβω,τελείωσε,διακοπεί,παραιτούμαι,άφησε,απενεργοποιώ,σταμάτησε,έσπασε
συνέχεια,διατηρήθηκε,συνέχισε,προηγμένος,ακολούθησε (με),προχώρησε,προχωρημένος,έτρεξε σε,ενεργοποιημένος,οδήγησε
left (out) => αριστερά (έξω), leewards => κατωθέα, leers => βλέμματα, leering (at) => αγριοκοιτάζω, leered (at) => κοίταζε με κακία,