FAQs About the word lapping

λίπανση

covering with a design in which one element covers a part of another (as with tiles or shingles)of Lap, A kind of machine blanket or wrapping material used by c

επικάλυψη,Επικάλυψη,επικάλυψη,Στέγη

χύσιμο,κυλιόμενο,τρέξιμο,ροή

lappic => λαπωνικός, lappeting => επικαλυπτόμενο, lappeted => επικαλυπτόμενο, lappet moth => Κορυφαία σαλιγκοφάγος, lappet caterpillar => Κάμπια με περικεφαλαία,