FAQs About the word lapper

γλείφτης

One who takes up food or liquid with his tongue.

πόδι,στάδιο,ενδιάμεση στάση,Στάση

τρέχω,Ρεύμα,χύνω,κύλισμα

lapped => επικαλυμμένος, lappaceous => Lappaceous, lapp => κράσπεδο, laportea canadensis => Laportéa canadensis, laportea => Κνίδες,