FAQs About the word layover

ενδιάμεση στάση

a brief stay in the course of a journey

σταματάω,Στάση,ανάπαυση,Σπάω,παύση

Πράξη,ασχολείσθαι (με),κάνω,δουλεύω (σε),αποφασίζω (για)

layout => διάταξη, layoff => απόλυση, layner => επένδυση, laymen => λαϊκοί, layman => Λαϊκός,