Greek Meaning of laying on
τοποθετώντας
Other Greek words related to τοποθετώντας
Nearest Words of laying on
Definitions and Meaning of laying on in English
laying on (n)
the act of contacting something with your hand
FAQs About the word laying on
τοποθετώντας
the act of contacting something with your hand
υποβάλλων αίτηση,τοποθέτηση,συκοφαντία,εξάπλωση,λερώνω,επίστρωση,σεντόνια,Χρίσμα,συκοφαντία,κουβέρτα
εκθέτω,ξεφλούδισμα,απόσυρση,αποκάλυψη,εκθέτοντας
laying claim => Διατύπωση αξίωσης, laying => τοποθέτηση, layia platyglossa => Λάια πλατυγλώσσα, layia => Λαία, layette => Βρεφικό σετ,