Greek Meaning of daubing
άλειμμα
Other Greek words related to άλειμμα
- μαύρισμα
- λερώνοντας
- ανοησίες
- Χρώση
- ρύπανση
- βρώμικος
- λασπώδης
- δυσφήμηση
- μολυσματική
- μόλυνσης
- ρύπανση
- κολλημένος
- θόλωση
- μολυσματικό
- μόλυνση
- griming
- καθαρισμός
- δυσφημώ
- Κηλίδωμα
- μόλυνση
- συγκεχυμένος
- βεβήλωση
- αποδιοργανωτική
- αποδιοργανωτικό
- αποχρωματισμός
- Ακατάστατο
- μπερδεμένος
- διαταραχή
- σέρνεται
- ανακάτεμα
- Ανακατωμένος
- μόλυνση
- θόρυβος
- Παιχνίδια
- καθαρισμός
- καθαρισμός
- κάθαρση
- καθαριστικός
- Σκούπισμα
- βούρτσισμα
- απολύμανση
- Ξεσκόνισμα
- Ξέπλυμα χρήματος
- καθάρισμα
- ανανέωση
- ξέπλυμα
- καθαρισμός
- τρίψιμο
- σάρωση
- Πλύσιμο
- απολυμαίνω
- απολυμαντικό
- φωτεινό
- αναζωογονητικός
- αποσμητικό
- στεγνό καθάρισμα
- ομορφαίνω (κάτι)
- ευθυγράμμιση (προς τα πάνω)
- τακτοποίηση (πάνω)
Nearest Words of daubing
Definitions and Meaning of daubing in English
daubing (n)
the application of plaster
daubing (p. pr. & vb. n.)
of Daub
daubing (n.)
The act of one who daubs; that which is daubed.
A rough coat of mortar put upon a wall to give it the appearance of stone; rough-cast.
In currying, a mixture of fish oil and tallow worked into leather; -- called also dubbing.
FAQs About the word daubing
άλειμμα
the application of plasterof Daub, The act of one who daubs; that which is daubed., A rough coat of mortar put upon a wall to give it the appearance of stone; r
μαύρισμα,λερώνοντας,ανοησίες,Χρώση,ρύπανση,βρώμικος,λασπώδης,δυσφήμηση,μολυσματική,μόλυνσης
καθαρισμός,καθαρισμός,κάθαρση,καθαριστικός,Σκούπισμα,βούρτσισμα,απολύμανση,Ξεσκόνισμα,Ξέπλυμα χρήματος,καθάρισμα
daubery => αλείφωμα, dauber => ζωγράφος, daubentoniidae => Daubentoniidae, daubentonia madagascariensis => Αye-aye, daubentonia => Νταουμπεντόνια,