Greek Meaning of wiping

Σκούπισμα

Other Greek words related to Σκούπισμα

Definitions and Meaning of wiping in English

Webster

wiping (p. pr. & vb. n.)

of Wipe

FAQs About the word wiping

Σκούπισμα

of Wipe

βούρτσισμα,καθαρισμός,καθαρισμός,χτένισμα,Ξεσκόνισμα,Ξέπλυμα χρήματος,καθάρισμα,κάθαρση,ξέπλυμα,καθαρισμός

βεβήλωση,θόλωση,μολυσματικό,μόλυνση,βρώμικος,δυσφήμηση,μαύρισμα,λερώνοντας,αποχρωματισμός,ρύπανση

wiper motor => Κινητήρας υαλοκαθαριστήρων, wiper blade => Υαλοκαθαριστήρας, wiper arm => Βραχίονας υαλοκαθαριστήρα, wiper => Υαλοκαθαριστήρας, wipeout => Εκκαθάριση,