Greek Meaning of layering
στρώματα
Other Greek words related to στρώματα
Nearest Words of layering
Definitions and Meaning of layering in English
layering (n.)
A propagating by layers.
FAQs About the word layering
στρώματα
A propagating by layers.
Υποστύλωση,στοίβαγμα,συγκεντρώνοντας,συνάντηση,συσσώρευση,λόφος,πυραμίδα,συσσωρεύοντας,συσσωρεύοντας,συναρμολόγηση
απόρριψη
layered => στρωματοποιημένο, layer cake => Πάστα φλώρα, layer => στρώμα, lay-by => Λωρίδα Έκτακτης Στάθμευσης, layby => στάση ανάπαυσης,