Greek Meaning of bosoming

κόρφος

Other Greek words related to κόρφος

Definitions and Meaning of bosoming in English

Webster

bosoming (p. pr. & vb. n.)

of Bosom

FAQs About the word bosoming

κόρφος

of Bosom

περικλείω,περιβαλλόμενος,Κάλυμμα,περιτύλιγμα,Περίπτερο,κυκλοφορούντος,Συγκάλυψη,κουρτίνα,ενσωμάτωση,περιπτυσσόμενος

εκθέτοντας,εκθέτω,απόσυρση,αποψίλωση

bosomed => στηθoυμένη, bosom of abraham => Εν κόλποις Αβραάμ, bosom => κόλπος, bosnian => βόσνιος, bosnia-herzegovina => Βοσνία και Ερζεγοβίνη,