Greek Meaning of cooping (up)
εγκλωβισμός (πάνω)
Other Greek words related to εγκλωβισμός (πάνω)
- Πυγμαχία (σε)
- περιοριστικός
- περιβαλλόμενος
- περικλείω
- Ξιφασκία (σε)
- στρίφωμα
- στέγαση
- συμπεριλαμβανομένων
- νιαούρισμα (πάνω)
- περιβάλλον
- Περιτειχισμένος
- οριοθέτηση
- κλουβί
- ντουλάπα
- εγκλωβισμός
- περιβαλλόμενος
- Εμπλοκή
- Περίκλειστος
- επισυνάπτω
- φυλάκιση
- περιγράφοντας
- περιέχοντας
- περίφραξη
- Ενσωμάτωση
- Εγκλωβίζοντας
- περικύκλωση
- ολοκληρωμένος
- εγκύστηση
- περιπτυσσόμενος
- Πλαισίωση
- περιπτυσσόμενος
- περιβάλλω
- περιοριστικός
- περιοριστικός
- κουδούνισμα.
Nearest Words of cooping (up)
- cooperatives => συνεταιρισμοί
- cooperating (with) => συνεργασία (με)
- cooperating => συνεργαζόμενος
- cooperates => συνεργάζεται
- cooperated (with) => συνεργάστηκε (με)
- cooperated => Συνεργάστηκε
- cooperate (with) => συνεργάζομαι (με)
- cooped (up) => κλεισμένος (πάνω)
- coop (up) => κοτέτσι
- coonskins => Γούνες ρακούν
Definitions and Meaning of cooping (up) in English
cooping (up)
to keep (a person or animal) inside a building or in a small space especially for a long period of time
FAQs About the word cooping (up)
εγκλωβισμός (πάνω)
to keep (a person or animal) inside a building or in a small space especially for a long period of time
Πυγμαχία (σε),περιοριστικός,περιβαλλόμενος,περικλείω,Ξιφασκία (σε),στρίφωμα,στέγαση,συμπεριλαμβανομένων,νιαούρισμα (πάνω),περιβάλλον
No antonyms found.
cooperatives => συνεταιρισμοί, cooperating (with) => συνεργασία (με), cooperating => συνεργαζόμενος, cooperates => συνεργάζεται, cooperated (with) => συνεργάστηκε (με),