Greek Meaning of coops
κοτέτσια
Other Greek words related to κοτέτσια
- φυλακές
- φυλακές
- φυλακών
- βαπτιστήρια
- μεγάλα σπίτια
- μπρίκια
- κλουβιά
- κονσέρβες
- θερμός
- μπουντρούμια
- Φρουρεία
- αστράγαλοι
- αρθρώσεις
- κανάτες
- φυλακές
- στυλό
- pokeys
- πασσάλους
- τανκς
- τετράγωνα
- σπίτι εξάλειψης
- Μάντρες ταύρων
- φυλακές
- Κύτταρα
- θόρυβος
- στρατόπεδα συγκέντρωσης
- Θερμοκήπια
- σκοπιές
- Γκουλάγκ
- Κρατάει
- τρύπες
- φυλακές
- κουφάρια
- φυλακές
- διατηρεί
- στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας
- χαραγές
- στρατόπεδα φυλακών
- quods
- αναμορφωτήρια
- σωφρονιστήρια
- σλαμεράδες
- χτυπά
- ανακατεύει
- Διόδια
- Σχολεία εκπαίδευσης
- τμήματα
- στρατόπεδα εργασίας
Nearest Words of coops
- cooping (up) => εγκλωβισμός (πάνω)
- cooperatives => συνεταιρισμοί
- cooperating (with) => συνεργασία (με)
- cooperating => συνεργαζόμενος
- cooperates => συνεργάζεται
- cooperated (with) => συνεργάστηκε (με)
- cooperated => Συνεργάστηκε
- cooperate (with) => συνεργάζομαι (με)
- cooped (up) => κλεισμένος (πάνω)
- coop (up) => κοτέτσι
- co-opting => υιοθέτηση
- coordinate (with) => συντονίζω (με)
- coordinated (with) => συντονισμένο (με)
- coordinateness => συντονισμός
- coordinates => Συντεταγμένες
- coordinating (with) => συντονισμός (με)
- co-organizer => Συνδιοργανωτής
- coos => γουργουρίζει
- co-owner => συνιδιοκτήτης
- co-ownership => Συνιδιοκτησία
Definitions and Meaning of coops in English
coops
a cage or small enclosure (as for poultry), jail, to place or keep in a coop, to confine in a restricted and often crowded area, cooperative entry 2, cooperative, a confined area, to place or keep in or as if in a coop, a small building for housing poultry, a cage or small enclosure or building for housing poultry or small animals
FAQs About the word coops
κοτέτσια
a cage or small enclosure (as for poultry), jail, to place or keep in a coop, to confine in a restricted and often crowded area, cooperative entry 2, cooperativ
φυλακές,φυλακές,φυλακών,βαπτιστήρια,μεγάλα σπίτια,μπρίκια,κλουβιά,κονσέρβες,θερμός,μπουντρούμια
εξωτερικές πλευρές
cooping (up) => εγκλωβισμός (πάνω), cooperatives => συνεταιρισμοί, cooperating (with) => συνεργασία (με), cooperating => συνεργαζόμενος, cooperates => συνεργάζεται,