Greek Meaning of cooperating (with)

συνεργασία (με)

Other Greek words related to συνεργασία (με)

Definitions and Meaning of cooperating (with) in English

cooperating (with)

No definition found for this word.

FAQs About the word cooperating (with)

συνεργασία (με)

συμφωνία (με),παραδίδομαι (σε),,αναβολή (σε),Βήματα χήνας (σε),ακούω (κάτι),Κάμψη,υποταγή (σε),παραδίδεται σε,Εύπλαστος (προς)

αψηφώντας,ανυπακοή,χλευαστικός,επαναστατώ (ενάντια),επαναστατικός (ενάντια),αγενής,(στάση (εναντίον))

cooperating => συνεργαζόμενος, cooperates => συνεργάζεται, cooperated (with) => συνεργάστηκε (με), cooperated => Συνεργάστηκε, cooperate (with) => συνεργάζομαι (με),