Greek Meaning of closeting
ντουλάπα
Other Greek words related to ντουλάπα
- περιοριστικός
- περιβαλλόμενος
- περικλείω
- περιβαλλόμενος
- στέγαση
- συμπεριλαμβανομένων
- περιβάλλον
- οριοθέτηση
- Πυγμαχία (σε)
- κλουβί
- περιέχοντας
- περίφραξη
- εγκλωβισμός
- Ξιφασκία (σε)
- Εμπλοκή
- στρίφωμα
- Περίκλειστος
- επισυνάπτω
- περιοριστικός
- νιαούρισμα (πάνω)
- φυλάκιση
- περιοριστικός
- Περιτειχισμένος
- θωράκιση
- περιγράφοντας
- Συγκάλυψη
- εγκλωβισμός (πάνω)
- Ενσωμάτωση
- περικύκλωση
- ολοκληρωμένος
- εγκύστηση
- περιπτυσσόμενος
- Πλαισίωση
- περιπτυσσόμενος
- περιβάλλω
- Καδράρισμα
- κουδούνισμα.
Nearest Words of closeting
Definitions and Meaning of closeting in English
closeting (imp. & p. pr. & vb. n.)
of Closet
FAQs About the word closeting
ντουλάπα
of Closet
περιοριστικός,περιβαλλόμενος,περικλείω,περιβαλλόμενος,στέγαση,συμπεριλαμβανομένων,περιβάλλον,οριοθέτηση,Πυγμαχία (σε),κλουβί
No antonyms found.
closet queen => βασίλισσα της ντουλάπας, closet drama => δραματική κλειδαρότρυπα, closet auger => σπειροειδές ντουλάπας, closet => ντουλάπα, close-stool => νυχτικό,