Greek Meaning of adulating

ενήλικας

Other Greek words related to ενήλικας

Definitions and Meaning of adulating in English

adulating

extreme or excessive admiration or flattery

FAQs About the word adulating

ενήλικας

extreme or excessive admiration or flattery

λατρεύω,λατρεία,λατρεία,αγιοποίηση,θεοποίηση,στοργικός (με),ηρωολατρεία,λατρεία ηρώων,ειδωλολατρία,συμπάθεια

αποτρόπαιος,καταφρονητικός,περιφρονητικώς,αποστροφή,αηδία,βδελυρός,Μειωτικός,απαξιωτικός,απαξιωτικός,Κατεβάζω

adulates => κολακεύει, adulated => κολακεύω, ads => διαφημίσεις, ados => έφηβοι, adornments => στολίδια,