Greek Meaning of smallmouth
Στενόστομος
Other Greek words related to Στενόστομος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of smallmouth
- small-mindedly => μικρόψυχα
- small-minded => μικρόψυχος
- small-leaved linden => Φιλύρα μικρόφυλλη
- small-leaved lime => Φλαμούρι με μικρά φύλλα
- smallish => μικρός
- smallholding => αγρόκτημα
- smallholder => μικροκαλλιεργητές
- small-grained => λεπτόκοκκος
- small-fruited => μικροκαρπία
- small-for-gestational-age infant => Μωρό μικρό για την ηλικία κύησης
- smallmouth bass => Μικρόστομο μπάσο
- smallmouth black bass => Μαύρος μπάσος με μικρό στόμα
- smallmouthed bass => Λούτσος μικρόστομος
- smallmouthed black bass => Μπαλάς μικρόστομος
- smallness => μικρότητα
- small-particle pollution => Ρύπανση από αιωρούμενα σωματίδια
- smallpox => Ευλογιά
- smallpox virus => Ιός της ευλογιάς
- smalls => μικροαντικείμενα
- small-scale => μικρής κλίμακας
Definitions and Meaning of smallmouth in English
smallmouth (n)
a variety of black bass; the angle of the jaw falls below the eye
FAQs About the word smallmouth
Στενόστομος
a variety of black bass; the angle of the jaw falls below the eye
No synonyms found.
No antonyms found.
small-mindedly => μικρόψυχα, small-minded => μικρόψυχος, small-leaved linden => Φιλύρα μικρόφυλλη, small-leaved lime => Φλαμούρι με μικρά φύλλα, smallish => μικρός,