Greek Meaning of barometer
βαρόμετρο
Other Greek words related to βαρόμετρο
Nearest Words of barometer
- barometric => βαρομετρικός
- barometric pressure => Ατμοσφαιρική πίεση
- barometrical => βαρομετρικός
- barometrically => βαρυμετρικά
- barometrograph => βαρομετρογράφος
- barometry => Βαρομετρία
- barometz => Βαρόμετρο
- baron => βαρόνος
- baron adrian => Βαρόνος Άντριαν
- baron alexander von humboldt => βαρόνος Alexander von Humboldt
Definitions and Meaning of barometer in English
barometer (n)
an instrument that measures atmospheric pressure
barometer (n.)
An instrument for determining the weight or pressure of the atmosphere, and hence for judging of the probable changes of weather, or for ascertaining the height of any ascent.
FAQs About the word barometer
βαρόμετρο
an instrument that measures atmospheric pressureAn instrument for determining the weight or pressure of the atmosphere, and hence for judging of the probable ch
σημείο αναφοράς,Κριτήριο,μέτρο,πρότυπο,μπάρα,παράδειγμα,χρυσό πρότυπο,βαθμός,περίπτωση,μετρικός
εκτροπή,εκτροπή,ανωμαλία
baromacrometer => Βαρομακρόμετρο, barology => μπαρολογία, baroko => μπαρόκ, barographic => βαρογραφικός, barograph => Βαρόγραφος,