Greek Meaning of barometric

βαρομετρικός

Other Greek words related to βαρομετρικός

Definitions and Meaning of barometric in English

Wordnet

barometric (a)

relating to atmospheric pressure or indicated by a barometer

Webster

barometric (a.)

Alt. of Barometrical

FAQs About the word barometric

βαρομετρικός

relating to atmospheric pressure or indicated by a barometerAlt. of Barometrical

σημείο αναφοράς,Κριτήριο,μέτρο,πρότυπο,μπάρα,παράδειγμα,χρυσό πρότυπο,βαθμός,περίπτωση,μετρικός

εκτροπή,εκτροπή,ανωμαλία

barometer => βαρόμετρο, baromacrometer => Βαρομακρόμετρο, barology => μπαρολογία, baroko => μπαρόκ, barographic => βαρογραφικός,