Greek Meaning of governor
κυβερνήτης
Other Greek words related to κυβερνήτης
- διαχειριστής
- Αφεντικό
- Καπετάνιος
- αρχηγός
- διοικητής
- σκηνοθέτης
- Εργοδότης
- εκτελεστικός
- Εργοδηγός
- γενικός
- Πρόεδρος χωριού
- πηδαλιούχος
- αρχηγός
- ηγέτης
- διευθυντής
- κύριος
- επιβλέπων
- διευθυντής
- Υπάλληλος καμπίνας
- επόπτης
- Επόπτης
- αφεντικό
- βαρόνος
- τσάρος
- κουκλοθέατρο
- επιβλέπουσα
- κεφάλι
- Ιεράρχης
- ψηλότερα
- Αρχηγός (Archigos)
- βασιλιάς
- εργοδηγός
- Φεουδάρχης
- ΠΟτεντάτος
- Πρόεδρος
- πρίγκιπας
- πριγκίπησσα
- βασίλισσα
- Χάρακας
- Καπετάνιος
- κυρίαρχος
- Σημαιοφόρος
- Εργοδηγός
- ανώτερος
- αφέντης
- Εργολαβο
- Τσάρος
- αφεντικό
- Μεγάλο τυρί
- πυροβόλο
- μεγαλοπετσώτης
- Τσαρίνα
- αρχιφωτίστας
- συμμορία
- μεγιστάνας
- μεγιστάνας
- Κυρίαρχος σκύλος
- Τσαρίνα
- τσάρος
- τσαρίνα
- συνδιοικητής
- κυρίαρχος
- Top Gun
Nearest Words of governor
- government-in-exile => Κυβέρνηση εξορισμένη
- governmentally => κυβερνητικά
- governmental => κυβερνητικός
- government security => Κυβερνητική ασφάλεια
- government revenue => Δημόσια έσοδα
- government printing office => Εθνικό Τυπογραφείο
- government officials => κυβερνητικοί αξιωματούχοι
- government office => Κυβερνητικό γραφείο
- government note => Κυβερνητικό ομόλογο
- government minister => υπουργός
Definitions and Meaning of governor in English
governor (n)
the head of a state government
a control that maintains a steady speed in a machine (as by controlling the supply of fuel)
governor (n.)
One who governs; especially, one who is invested with the supreme executive authority in a State; a chief ruler or magistrate; as, the governor of Pennsylvania.
One who has the care or guardianship of a young man; a tutor; a guardian.
A pilot; a steersman.
A contrivance applied to steam engines, water wheels, and other machinery, to maintain nearly uniform speed when the resistances and motive force are variable.
FAQs About the word governor
κυβερνήτης
the head of a state government, a control that maintains a steady speed in a machine (as by controlling the supply of fuel)One who governs; especially, one who
διαχειριστής,Αφεντικό,Καπετάνιος,αρχηγός,διοικητής,σκηνοθέτης,Εργοδότης,εκτελεστικός,Εργοδηγός,γενικός
No antonyms found.
government-in-exile => Κυβέρνηση εξορισμένη, governmentally => κυβερνητικά, governmental => κυβερνητικός, government security => Κυβερνητική ασφάλεια, government revenue => Δημόσια έσοδα,