Greek Meaning of dominator
κυρίαρχος
Other Greek words related to κυρίαρχος
Nearest Words of dominator
Definitions and Meaning of dominator in English
dominator (n.)
A ruler or ruling power.
FAQs About the word dominator
κυρίαρχος
A ruler or ruling power.
πρωταθλητής,πρωταθλητής,Χάρακας,Κατακτητής,κατακτητής,φιναλίστ,υπέρκυκλος,Placer,Κυρίαρχος σκύλος,νικητής
αποτυχία,αποτυχία,αποπλύνετε,Σάκος του μποξ,κουτοπόνηρος,παραιτημένος,αουτσάιντερ
dominative => κυρίαρχος, domination => κυριαρχία, dominating => κυρίαρχος, dominated => κυρίαρχος, dominate => κυριαρχεί,