Greek Meaning of conqueror
κατακτητής
Other Greek words related to κατακτητής
Nearest Words of conqueror
Definitions and Meaning of conqueror in English
conqueror (n)
someone who is victorious by force of arms
FAQs About the word conqueror
κατακτητής
someone who is victorious by force of arms
νικητής,νικητής,νικητής,μίξερ,πρωταθλητής,πρωταθλητής,κύριος,Χάρακας,υποτακτής,κουρευτική μηχανή
αποτυχία,αποτυχία,αποπλύνετε,Σάκος του μποξ,κουτοπόνηρος,παραιτημένος,αουτσάιντερ
conquering => κατάκτηση, conquerable => εποικοδομήσιμος, conquer => κατακτώ, conoy => Κόνοϊ, conospermum => Κονοσπέρμιο,