Greek Meaning of handcraftsman
Χειροτέχνης
Other Greek words related to Χειροτέχνης
Nearest Words of handcraftsman
Definitions and Meaning of handcraftsman in English
handcraftsman (n.)
A handicraftsman.
FAQs About the word handcraftsman
Χειροτέχνης
A handicraftsman.
τεχνίτης,Τεχνίτης,Τεχνίτης,καλλιτέχνης,τεχνίτης,χειροτέχνης,τεχνίτης,τεχνίτης,δημιουργός,έμπορος
No antonyms found.
hand-crafted => χειροποίητο, handcraft => χειροτεχνία, handcolour => Χρωματισμός με το χέρι, handcolor => χρωματισμένο στο χέρι, handcloth => πετσέτα χεριών,