FAQs About the word craftsperson

τεχνίτης

a person who practices a trade or handicraft as a job, a craftsman or craftswoman, a person who is skilled in a craft (see craft entry 1 sense 2a)

τεχνίτης,Τεχνίτης,Τεχνίτης,καλλιτέχνης,τεχνίτης,τεχνίτης,δημιουργός,έμπορος,Χειροτέχνιδα,Χειροτέχνης

No antonyms found.

craftspeople => τεχνίτες, craftsmen => τεχνίτες, crafts => χειροτεχνίες, crafting => Κατασκευή, crafters => τεχνίτες,