Greek Meaning of cramp one's style
χαλάει το στυλ κάποιου
Other Greek words related to χαλάει το στυλ κάποιου
- εκνευρίζω
- καλάθι δώρων
- αναπηρία
- εμποδίζω
- απέχω
- εμποδίζω
- εμποδίζω
- παρεμβάλλω (σε)
- μπλοκ
- απόφραξη
- κράμπα
- καθυστέρηση
- διαταράσσω
- Βαρύνω
- δεσμός
- χειροπέδες
- Λαγκάς
- κρατήστε
- αναστέλλω
- Αναχαιτίζω
- δεσμός
- Βραχυκύκλωμα
- εμποδίζω
- γραβάτα
- δένω
- δίχτυ
- (translation not provided)
- Δώστε δύσκολο χρόνο
- σύλληψη
- μπερδεύω
- βαλκ
- οδόφραγμα
- δέσιμο
- αποκλεισμός
- Φρένο
- αλυσίδα
- έλεγχος
- πνίγω
- περιορίζω
- περιορίζω
- Πεζοδρόμιο
- εκτροχιάζω
- Φύλλο
- απογοητεύω
- Χιαστί
- Δέσιμο
- λουρί
- χειροπέδες
- βάλτος
- Θρύλος
- ηνία
- διατηρώ
- Καθυστερημένος
- Οδικό μπλόκο
- σαμποτάζ
- πνίγω
- πνίγω
- Στραγγαλίζω
- κούτσουρο
- δέσιμο
- Ματαιώνω
- Σιγουριά (σε)
- Κάτω ραφή
Nearest Words of cramp one's style
Definitions and Meaning of cramp one's style in English
cramp one's style
sharp abdominal pain, confine, restrain, to fasten or hold with a cramp, to hold back from free action or expression, a usually iron device bent at the ends and used to hold timbers or blocks of stone together, to be affected with cramps, something that confines, a sudden painful involuntary tightening of muscle, to hold back from free movement, a painful involuntary spasmodic contraction of a muscle, being cramped, a temporary paralysis of muscles from overuse compare writer's cramp, persistent and often intense though dull lower abdominal pain associated with dysmenorrhea, to affect with or as if with a cramp or cramps, sharp pain in the abdomen, to affect with or as if with cramps, to restrain from free expression, a temporary paralysis of muscles from overuse see writer's cramp, clamp, hard to understand or figure out, the state of being confined, to suffer from cramps
FAQs About the word cramp one's style
χαλάει το στυλ κάποιου
sharp abdominal pain, confine, restrain, to fasten or hold with a cramp, to hold back from free action or expression, a usually iron device bent at the ends and
εκνευρίζω,καλάθι δώρων,αναπηρία,εμποδίζω,απέχω,εμποδίζω,εμποδίζω,παρεμβάλλω (σε),μπλοκ,απόφραξη
βοήθεια,Βοήθεια,σαφής,διευκολύνω,βοήθεια,ανοιχτό,δωρεάν,εφεξής,χαλαρώνω,Κάνε δρόμο
cramming => κράμπαρης, crammed => γεμάτο, crakes => γαλαζοπαπαγάλοι, crags => βράχια, craftswomen => τεχνίτισσα,