Greek Meaning of manufacturer
κατασκευαστής
Other Greek words related to κατασκευαστής
- Διανομέας
- δημιουργός
- παραγωγός
- Πάροχος
- προμηθευτής
- κατασκευαστής
- δημιουργός
- Σχεδιαστής
- προγραμματιστής
- εργοστάσιο
- Καινοτόμος
- εφευρέτης
- εργοστάσιο
- μύλος
- λειτουργικός
- Φυτό
- προμηθευτής
- έργα
- Εργαστήριο
- αρχιτέκτονας
- Τεχνίτης
- Τεχνίτης
- καλλιτέχνης
- Συνιδρυτής
- συνθέτης
- εφευρέτης
- τεχνίτης
- τεχνίτης
- σχεδιαστής
- μηχανικός
- ιδρυτής
- γεννήτρια
- Χειροτέχνης
- τεχνίτης
- εισαγωγέας
- μαστοράκος
- κύριος
- Εγκέφαλος
- μηχανικός
- πρωτοπόρος
- προμηθευτής
- ερευνητής
- shaper
- κατάστημα
- σιδηρουργός
- Spawner
- έμπορος
- εργάτης
- ράιτ
- τεχνίτης
- Χειροτέχνιδα
- συνθέτης
- χειροτέχνης
- τεχνίτης
- τεχνίτης
Nearest Words of manufacturer
- manufactured home => προκατασκευασμένο σπίτι
- manufactured => κατασκευασμένος
- manufacture => Κατασκευή
- manufactural => βιομηχανικός
- manufactory => εργοστάσιο
- manuel rodriquez patriotic front => Μανουέλ Ροντρίγκεζ, Πατριωτικό Μέτωπο
- manuel de falla => Μανουέλ ντε Φάγια
- manuduction => καθοδήγηση
- manuducent => Οδηγός
- manucode => manucode
Definitions and Meaning of manufacturer in English
manufacturer (n)
a business engaged in manufacturing some product
someone who manufactures something
manufacturer (n.)
One who manufactures.
FAQs About the word manufacturer
κατασκευαστής
a business engaged in manufacturing some product, someone who manufactures somethingOne who manufactures.
Διανομέας,δημιουργός,παραγωγός,Πάροχος,προμηθευτής,κατασκευαστής,δημιουργός,Σχεδιαστής,προγραμματιστής,εργοστάσιο
No antonyms found.
manufactured home => προκατασκευασμένο σπίτι, manufactured => κατασκευασμένος, manufacture => Κατασκευή, manufactural => βιομηχανικός, manufactory => εργοστάσιο,