Greek Meaning of conceiver

συνθέτης

Other Greek words related to συνθέτης

Definitions and Meaning of conceiver in English

Wordnet

conceiver (n)

someone who creates new things

FAQs About the word conceiver

συνθέτης

someone who creates new things

Συνιδρυτής,εφευρέτης,Σχεδιαστής,σχεδιαστής,συνθέτης,Καινοτόμος,εισαγωγέας,εφευρέτης,δημιουργός,παραγωγός

Μαθητής,μαθητής,μαθητής,οπαδός,Ακόλουθος

conceive of => συλλάβει, conceive => συλλαμβάνω, conceivably => Πιθανώς, conceivableness => δυνατότητα σύλληψης, conceivable => αντιληπτός,