Greek Meaning of organizer
διοργανωτής
Other Greek words related to διοργανωτής
- Αρραγκιέρ
- Σχεδιαστής
- σκηνοθέτης
- συνθέτης
- διευθυντής
- Πρωτοπόρος
- σχεδιαστής
- πλότερ
- μηχανορράφος
- αρχιτέκτονας
- κατασκευαστής
- διοικητής
- εφευρέτης
- προγραμματιστής
- μηχανικός
- Απατεώνας
- γεννήτρια
- Χειριστής
- ο εκκινητής
- (εμπνευστής)
- ηγέτης
- μηχανορράφος
- δημιουργός
- ελιγμός
- πρωτοπόρος
- παραγωγός
- επιθετικός μέσος
- Spawner
- Καπετάνιος
- ιδρυτής
- ιδρυτής
- Ιδρυτής
- Εγκέφαλος
Nearest Words of organizer
- organized religion => οργανωμένη θρησκεία
- organized labor => Συνδικάτα
- organized crime => Οργανωμένο έγκλημα
- organized => οργανωμένος
- organize => οργανώνω
- organizationally => οργανωτικά
- organizational => οργανωτικός
- organization of the oppressed on earth => Οργάνωση των καταπιεσμένων στη γη
- organization of petroleum-exporting countries => Οργανισμός Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών
- organization of american states => Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών
Definitions and Meaning of organizer in English
organizer (n)
a person who brings order and organization to an enterprise
someone who enlists workers to join a union
a lightweight consumer electronic device that looks like a hand-held computer but instead performs specific tasks; can serve as a diary or a personal database or a telephone or an alarm clock etc.
organizer (n.)
One who organizes.
FAQs About the word organizer
διοργανωτής
a person who brings order and organization to an enterprise, someone who enlists workers to join a union, a lightweight consumer electronic device that looks li
Αρραγκιέρ,Σχεδιαστής,σκηνοθέτης,συνθέτης,διευθυντής,Πρωτοπόρος,σχεδιαστής,πλότερ,μηχανορράφος,αρχιτέκτονας
No antonyms found.
organized religion => οργανωμένη θρησκεία, organized labor => Συνδικάτα, organized crime => Οργανωμένο έγκλημα, organized => οργανωμένος, organize => οργανώνω,