Greek Meaning of maneuverer
ελιγμός
Other Greek words related to ελιγμός
- Αρραγκιέρ
- διοικητής
- Σχεδιαστής
- προγραμματιστής
- Απατεώνας
- γεννήτρια
- ο εκκινητής
- (εμπνευστής)
- μηχανορράφος
- διευθυντής
- διοργανωτής
- πρωτοπόρος
- σχεδιαστής
- πλότερ
- μηχανορράφος
- αρχιτέκτονας
- κατασκευαστής
- Καπετάνιος
- εφευρέτης
- σκηνοθέτης
- μηχανικός
- συνθέτης
- Χειριστής
- ιδρυτής
- ιδρυτής
- Ιδρυτής
- ηγέτης
- δημιουργός
- Πρωτοπόρος
- επιθετικός μέσος
- Εγκέφαλος
- παραγωγός
- Spawner
Nearest Words of maneuverer
Definitions and Meaning of maneuverer in English
maneuverer (n)
a person skilled in maneuvering
maneuverer (n.)
Alt. of Manoeuvrer
FAQs About the word maneuverer
ελιγμός
a person skilled in maneuveringAlt. of Manoeuvrer
Αρραγκιέρ,διοικητής,Σχεδιαστής,προγραμματιστής,Απατεώνας,γεννήτρια,ο εκκινητής,(εμπνευστής),μηχανορράφος,διευθυντής
No antonyms found.
maneuvered => ελιγμένος, maneuverable => ευελιξία, maneuverability => Ευελιξία, maneuver => ελιγμός, maneticness => Μαγνητισμός,