Greek Meaning of maneuverability
Ευελιξία
Other Greek words related to Ευελιξία
- διεύθυνση
- λαβή
- διαχειρίζομαι
- χειρίζομαι
- Διαπραγματεύομαι
- παίρνω
- θεραπεία
- αντιμετωπίζω
- ανταγωνίζομαι (με)
- αντιμετωπίζω (με)
- πεδίο
- (παλεύω με)
- χάκινγκ
- παίξε
- τραβώ
- κούνια
- αφαιρώ
- απομακρύνω
- Εκτελώ
- εντολή
- έλεγχος
- άμεσο
- μηχανικός
- λεπτότητα
- Καταβαίνω
- οδηγός
- κρατά το υπό έλεγχο
- Τζόκεϊ
- Μικροδιαχείριση
- αντιδρώ (σε)
- ρυθμίζω
- απαντώ σε κάποιον
- τρέχω
- πηδάλιο
Nearest Words of maneuverability
Definitions and Meaning of maneuverability in English
maneuverability (n)
the quality of being maneuverable
FAQs About the word maneuverability
Ευελιξία
the quality of being maneuverable
διεύθυνση,λαβή,διαχειρίζομαι,χειρίζομαι,Διαπραγματεύομαι,παίρνω,θεραπεία,αντιμετωπίζω,ανταγωνίζομαι (με),αντιμετωπίζω (με)
χαλάω,τα κάνω μαντάρα,Ψάχνω,αστοχώ,τα κάνω χάλια,χάος (πάνω),κακομεταχείριση,μανσέτα,παλιόπαιδο,Φουζλ
maneuver => ελιγμός, maneticness => Μαγνητισμός, manet => Μανέ, manesheet => Χαίτη, manes => χαίτες,