Greek Meaning of maneuvering

Μανούβρες

Other Greek words related to Μανούβρες

Definitions and Meaning of maneuvering in English

Webster

maneuvering (p. pr. & vb. n.)

of Manoeuvre

FAQs About the word maneuvering

Μανούβρες

of Manoeuvre

αντιμετώπιση,χειρισμός,διαχείριση,χειραγώγηση,διαπραγμάτευση,λήψη,θεραπεία,(με) αντιμαχόμενος,αντιμετώπιση (με),Φίλντινγκ

καταστροφή,αδέξιος,αδέξιος,χαλάω (πάνω),χάνοντας (πάνω),κακομεταχείριση,Μάφιν,κλώτσημα,Καταστροφή,απουσία

maneuverer => ελιγμός, maneuvered => ελιγμένος, maneuverable => ευελιξία, maneuverability => Ευελιξία, maneuver => ελιγμός,