Greek Meaning of concenter

συγκεντρωθείτε

Other Greek words related to συγκεντρωθείτε

Definitions and Meaning of concenter in English

Wordnet

concenter (v)

bring into focus or alignment; to converge or cause to converge; of ideas or emotions

FAQs About the word concenter

συγκεντρωθείτε

bring into focus or alignment; to converge or cause to converge; of ideas or emotions

Συμπύκνωμα,ενοποίηση,ενσωματώνω,συγχώνευση,ενωθείτε,κέντρο,συγκεντρώνω,συνδυάζω,συμπαγής,πολώνω

αποκεντρώ,(εξαπλώνω),αποκέντρωση,Διαχωρίζει,ξεχωριστό

conceiver => συνθέτης, conceive of => συλλάβει, conceive => συλλαμβάνω, conceivably => Πιθανώς, conceivableness => δυνατότητα σύλληψης,